διαπτοιώ

διαπτοιώ
διαπτοιῶ και διαπτυῶ (-έω) (Α) [πτοώ]
1. εκφοβίζω, τρομοκρατώ
2. διασκορπίζω ομάδα, στρατιώτες τρομοκρατώντας τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”